- πάγχορτος
- πάγ-χορτος, ον,A all-satiating,
σῖτα S.Fr. 666
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σῖτα S.Fr. 666
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάγχορτος — πάγχορτος, ον (Α) αυτός που περιέχει καθετί που απαιτείται για χορτασμό, για κορεσμό («σίτοισι παγχόρτοισιν ἐξενίζομεν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χόρτος (πρβλ. εύχορτος)] … Dictionary of Greek
παγχόρτοισιν — πάγχορτος all satiating masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek